- ξεγύμνωτος
- η , ο раздетый; оголённый, обнажённый, голый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεγύμνωτος — η, ο [ξεγυμνώνω] 1. αυτός που τού έχουν βγάλει όλα του τα ρούχα, ο τελείως γυμνός 2. (για ξίφος) αυτός που είναι έξω από τη θήκη του, ξεθηκαρωμένος («πλακώνει η άλλη κόλασις... φονηάδες με τα σπαθιά ξεγύμνωτα», Βαλαωρ.) … Dictionary of Greek
ξεγύμνωτος — η, ο 1. ο γυμνός, ο χωρίς ρούχα. 2. για ξίφος, το έξω από τη θήκη: Φονιάδες με τα σπαθιά ξεγύμνωτα (Βαλαωρίτης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)